Κυριακή 1 Απριλίου 2012

φ. 6. Κεφ. Α΄. 2. «Ἐγὼ εἰμί»


φ. 6
ΚΕΦ. Α΄: Ο ΙΗΣΟΥΣ ΓΙΑΧΒΕ ΕΠΙ ΤΗ ΒΑΣΕΙ ΕΚΦΡΑΣΕΩΝ

2. «Ἐγὼ εἰμί»

Ὅπως ἔχουμε ἤδη ἀναφέρει στὴν Εἰσαγωγὴ τὸ ὄνομα του Θεού Γιαχβέ, που μεταφράζεται κατ’ ἀκρίβειαν «ὁ Ἐστί» ἢ ὅταν μιλᾶ ὁ ἴδιος ὁ Θεός «ὁ Εἰμί», πολλές φορές στην Παλαιὰ Διαθήκη τὸ συναντάμε σε περιφραστικὴ μορφὴ ἀπολύτως ὡς «Ἐγὼ εἰμί». Ὁ μόνος ἀληθινός Θεός συχνὰ λέγει στοὺς προφῆτες «Ἐγώ είμί».
Τὸ ἴδιο κάνει καὶ ὁ Ἰησοῦς Χριστός φανερώνοντας ἔτσι ὅτι ταυτίζεται μὲ τὸν Γιαχβὲ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ δηλώνοντας τὴ θεότητά του.
Ἂς δοῦμε τὰ ἑξῆς παράλληλα χωρία:

Ἠσ. 43, 10. γίνεσθέ μοι μάρτυρες, καὶ ἐγὼ μάρτυς, λέγει Κύριος ὁ Θεός, καὶ ὁ παῖς μου, ὃν ἐξελεξάμην, ἵνα γνῶτε καὶ πιστεύσητε καὶ συνῆτε ὅτι ἐγώ εἰμι. ἔμπροσθέν μου οὐκ ἐγένετο ἄλλος Θεὸς καὶ μετ᾿ ἐμὲ οὐκ ἔσται.

Ἰω. 8, 24 εἶπον οὖν ὑμῖν ὅτι ἀποθανεῖσθε ἐν ταῖς ἁμαρτίαις ὑμῶν· ἐὰν γὰρ μὴ πιστεύσητε ὅτι ἐγώ εἰμι, ἀποθανεῖσθε ἐν ταῖς ἁμαρτίαις ὑμῶν.
Ἰω. 8, 28 εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Ὅταν ὑψώσητε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου, τότε γνώσεσθε ὅτι ἐγώ εἰμι, καὶ ἀπ' ἐμαυτοῦ ποιῶ οὐδέν, ἀλλὰ καθὼς ἐδίδαξέ με ὁ πατὴρ μου, ταῦτα λαλῶ.
Ἐδῶ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς χρησιμοποιεῖ τὸ «ἐγὼ εἰμί» ἀπολύτως, χωρὶς νὰ ὑπάρχει κάποια λέξη ποὺ νὰ ἐννοεῖται εὔκολα ἀπὸ τὰ συμφραζόμενα. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς οἱ ἑβραῖοι ἀκροατές του ἐκφράζουν τὴν ἀπορία τους «σὺ τίς εἶ;» (Ἰω. 8,24).
Ὅταν ἡ συζήτησή τους προχωρεῖ, σκανδαλίζονται διότι ὁ Ἰησοῦς τοὺς φανερώνει ὄχι μόνο ὅτι ἐὰν δὲν πιστεύσουν σὲ αὐτὸν θὰ πεθάνουν μέσα στὶς ἁμαρτίες τους ἀλλὰ καὶ ὅτι ὅποιος τηρεῖ τὶς ἐντολές του δὲν πρόκειται νὰ πεθάνει ποτέ:
«52 Νῦν ἐγνώκαμεν ὅτι δαιμόνιον ἔχεις. Ἀβραὰμ ἀπέθανε καὶ οἱ προφῆται, καὶ σὺ λέγεις, ἐάν τις τὸν λόγον μου τηρήσῃ, οὐ μὴ γεύσηται θανάτου εἰς τὸν αἰῶνα; 53 μὴ σὺ μείζων εἶ τοῦ πατρὸς ἡμῶν Ἀβραάμ, ὅστις ἀπέθανε; καὶ οἱ προφῆται ἀπέθανον· τίνα σεαυτὸν σὺ ποιεῖς;»
Τότε ὁ Ἰησοῦς θὰ τοὺς φανερώσει ὅτι
«πρὶν Ἀβραάμ γενέσθαι ἐγὼ εἰμί» (Ἰω. 8,58)
καὶ ἀμέσως οἱ Ἰουδαῖοι θὰ ἀρπάξουν πέτρες νὰ τὸν λιθοβολήσουν. Στὸ συγκλονιστικὸ αὐτὸ χωρίο ὀφείλουμε νὰ ὑπογραμμίσουμε:
·         τὴ μεγάλη ἀντίθεση μεταξὺ τῶν ρηματικῶν τύπων «γενέσθαι» καὶ «εἰμί».
Ὁ Ἀβραάμ «ἐγένετο», δημιουργήθηκε κάποια χρονικὴ στιγμή. Εἶναι δημιούργημα. Ἐνῷ ὁ Ἰησοῦς ὡς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ «εἶναι» (εἰμί). Δὲν δημιουργήθηκε.
·         τὴν ἐπιλογὴ τοῦ ἐνεστῶτα (εἰμί) ἀντὶ τοῦ ἀναμενόμενου παρατατικοῦ (ἤμην) ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ Χριστό.
Δὲν λέγει δηλαδὴ ὁ Ἰησοῦς «πρὶν Ἀβραάμ γενέσθαι, ἐγὼ ἤμην» (πρὶν νὰ γίνει ὁ Ἀβραάμ ἐγὼ ἤμουν) ἀλλὰ «πρὶν Ἀβραάμ γενέσθαι, ἐγὼ εἰμί» (πρὶν νὰ γίνει ὁ Ἀβραάμ ἐγὼ εἶμαι).
Γιὰ τὸν Ἰησοῦ ὡς Ὑιὸ τοῦ Θεοῦ δὲν ὑπάρχει παρελθὸν, παρὸν καὶ μέλλον διότι ὡς Θεὸς (ὡς Γιαχβέ) εἶναι αἰώνιος.

[Ἀνάλογης σημασίας εἶναι καὶ τὰ ἑξῆς χωρία
·         Ἰω. 3,13: «καὶ οὐδεὶς ἀναβέβηκεν εἰς τὸν οὐρανὸν εἰ μὴ ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὁ ὤν ἐν τῷ οὐρανῷ».
·         Κολ. 1,16-17: «τὰ πάντα δι’ αὐτοῦ καὶ εἰς αὐτὸν ἔκτισται, καὶ αὐτὸς ἐστὶ πρὸ πάντων»]. 

φ. 5. ΚΕΦ. Α΄: Ο ΙΗΣΟΥΣ ΓΙΑΧΒΕ ΕΠΙ ΤΗ ΒΑΣΕΙ ΕΚΦΡΑΣΕΩΝ 1. Τὸ Ὄνομα


φ. 5
«Ἐγὼ εἰμὶ Ὤν» (Ἔξοδ. 3, 14)
------------------------
ΚΕΦ. Α΄: Ο ΙΗΣΟΥΣ ΓΙΑΧΒΕ ΕΠΙ ΤΗ ΒΑΣΕΙ ΕΚΦΡΑΣΕΩΝ

1. Τὸ Ὄνομα

α. «Τὸ Ὄνομα» ἀπολύτως.

Οι Ἑβραῖοι εἶχαν τὴ συνήθεια νὰ ἀναφέρονται στὸ ἱερὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ Γιαχβέ, μὲ τὴ φράση  «τὸ Ὄνομα» ἀπολύτως, χωρὶς ἄλλον προσδιορισμό. Ὅταν δηλαδὴ ἔλεγαν «τὸ Ὄνομα», ἐννοοῦσαν τὸ ὄνομα «Γιαχβέ». Αὐτὸ φαίνεται στὸ Λευιτ. 24 : 11 (στὸ Μασοριτικό κείμενο καὶ στὸν στίχο 16), ὅπου ἀναφέρεται τὸ Ὄνομα ἀπολύτως.

Αὐτὴ ἡ συνήθεια συνεχίστηκε καὶ στοὺς πρώτους χριστιανούς, ὅπως φαίνεται καὶ σὲ δύο χωρία τῆς Καινῆς Διαθήκης.

·         Πραξ. 5: 41. «Οἱ μὲν οὖν ἐπορεύοντο χαίροντες ἀπὸ προσώπου τοῦ συνεδρίου, ὅτι κατηξιώθησαν ὑπὲρ τοῦ Ὀνόματος ἀτιμασθῆναι» (ἡ γραφὴ «ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ» δὲν εἶναι αὐθεντικὴ ἀλλὰ ἀποτέλεσμα προσθήκης ἀντιγραφέως). Οἱ ἀπόστολοι ἔχαιραν γιατὶ καταξιώθηκαν νὰ ἀτιμασθοῦν γιὰ τὸ «Ὄνομα».

·         Γ΄ Καθολ. Ἐπιστ. Ἰωάννου, στ. 7. Οἱ κήρυκες τοῦ εὐαγγελίου «ὑπὲρ γὰρ τοῦ Ὀνόματος ἐξῆλθον», περιόδευαν γιὰ τὸ «Ὄνομα».

Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις φαίνεται ὅτι τὴν ἀπόλυτη ἔκφραση «τὸ Ὄνομα», μὲ τὴν ὁποία στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἐννοεῖτο τὸ «Γιαχβέ», τὸ «ἀκοινώνητον» ὄνομα τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, οἱ Ἀπόστολοι στὴν Καινὴ Διαθήκη τὴν ἀποδίδουν στὸν Ἰησοῦ Χριστό. Αὐτὸ ἀποδεικνύει ὅτι στὴν συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Γιαχβέ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι κατὰ κυριολεξία ὁ ἐνανθρωπήσας Γιαχβέ.

Ἔτσι δικαιολογεῖται γιατὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη ὅλα γίνονται ὑπὲρ/περὶ/ἕνεκεν/διὰ τοῦ ὀνόματος Ἰησοῦ Χριστοῦ ἢ διὰ/εἰς τὸ ὄνομα Ἰησοῦ Χριστοῦ  ἢ ἐπὶ/ἐν/τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ.

β. Μεγάλης σημασίας εἶναι τὸ χωρίο Ματθ. 28:19. «Πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Δὲν λέγει εἰς τὰ ὀνόματα (πληθυντικὸς) ἀλλὰ εἰς τὸ ὄνομα (ἑνικός). Τὸ ὄνομα εἶναι ἕνα καὶ κοινό καὶ γιὰ τὰ τρία πρόσωπα, διότι μία εἶναι ἡ φύση τῶν τριῶν ὑποστάσεων (μία οὐσία-τρεις ὑποστάσεις).

Τὸ ὄνομα Γιαχβέ θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ἀναλύεται στὸ «Πατήρ, Ὑιὸς καὶ Ἅγιον Πνεῦμα». Γιαχβὲ ὁ Πατήρ, Γιαχβέ ὁ Ὑιός, Γιαχβὲ καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ὅμως δὲν ὑπάρχουν τρεῖς Γιαχβέ, ἀλλὰ ἕνας Γιαχβέ (Δευτ. 6:4), διότι μία εἶναι ἡ θεία οὐσία. Ἐπειδὴ ὅμως κάθε πρόσωπον τῆς Ἁγίας Τριάδος ἔχει ὁλόκληρη τὴ θεία οὐσία, διότι ἡ θεία οὐσία εἶναι κοινὴ καὶ ἀδιαίρετη, γι’ αὐτὸ μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ὁ Υἱὸς εἶναι ὄχι μόνο Γιαχβέ, ἀλλὰ καὶ ὅτι εἶναι ὁ Γιαχβέ.

Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς μᾶς ἀποκάλυψε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι τριαδικός. Γι΄ αὐτὸ ἀκριβῶς μᾶς μιλᾶ τὸ ἑπόμενο πολὺ σημαντικὸ χωρίο.

γ. Ἰωάνν. 17:6. «Ἐφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις».Ἡ ἀποκάλυψη στὸν Μωυσῆ στην Παλαιά Διαθήκη σήμαινε ὅτι ὑπάρχει ἕνας ἀληθινός και προσωπικός Θεός. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός μᾶς φανέρωσε ὅτι αὐτός ὁ ἕνας Θεός εἶναι Τριαδικός.